επιφανως

επιφανως
    ἐπιφανῶς
    ἐπιφᾰνῶς
    ион. ἐμφᾰνέως
    1) явно, открыто
    

ὡς ἥκιστα ἐ. Thuc. — совершенно секретно

    2) явно, очевидно
    

(ἀγνοεῖν ἑαυτόν Arst.)

    3) со славой, славно
    

(ἠγωνισμένος μάχην Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιφανως" в других словарях:

  • ἐπιφανῶς — ἐπιφανής coming to light adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»